- περιθλώ
- -άω, ΝΑνεοελλ.1. ενεργ. προξενώ περίθλαση2. παθ. περιθλώμαι(για κύματα) υφίσταμαι περίθλασηαρχ.πιέζω κάτι ολόγυρα και το σπάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θλῶ «σπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
περίθλασμα — τὸ, Α [περιθλώ] θραύσμα, σχίζα οστού … Dictionary of Greek